ὑψώσεις

ὑψώσεις
ὕψωσις
a raising high
fem nom/voc pl (attic epic)
ὕψωσις
a raising high
fem nom/acc pl (attic)
ὑψόω
lift high
aor subj act 2nd sg (epic)
ὑψόω
lift high
fut ind act 2nd sg
ὑ̱ψώσεις , ὑψόω
lift high
futperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • AENEUS Serpens seu Saraph — Dei iuslu in deserto erectus est, ut morsi a Seraphim, i. e. Hydris seu Chersydris, ut interpretatur vocem Bochart. Israelitae, eius aspectu sanarentur, Numeror. c. 21. v. 9. Hinc Christum adumbravit, Iohan. c. 3. v. 14. cuius rei rationes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • ύψωση — η / ὕψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑψῶ / ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υψώνω, ανέγερση, σήκωμα 2. μτφ. εξύμνηση, έπαινος, εγκώμιο («αἱ ὑψώσεις τοῡ Θεοῡ ἐν λάρυγγι αὐτῶν», ΠΔ) νεοελλ. αύξηση τών τιμών, ανατίμηση νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. α) η πράξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”